- ληνος
- I.ληνόςдор. λᾱνός ἥ1) виноградное точило Theocr., Diod., NT.2) водопойное корыто HH.3) квашня Men.II.λῆνος-εος τό шерсть
(κλάδος λήνει ἐστεμμένος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κλάδος λήνει ἐστεμμένος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ληνός — anything shaped like a tub masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῆνος — wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
λήνος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * λῆνος, τὸ (Α) 1. έριο, μαλλί 2. δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
ληνός — ο το πατητήρι των σταφυλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ληνοῖς — ληνός anything shaped like a tub masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνοί — ληνός anything shaped like a tub masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνοῦ — ληνός anything shaped like a tub masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνούς — ληνός anything shaped like a tub masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνῷ — ληνός anything shaped like a tub masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληνόν — ληνός anything shaped like a tub masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)